Ο απόηχος της ταινίας Μαουτχάουζεν είναι ακόμη αισθητός για όσους την παρακολούθησαν ακόμη και αν πέρασαν δυο εβδομάδες.

Ας γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Η προβολή της πολυβραβευμένης ταινίας Μαουτχάουζεν έχει ολοκληρωθεί και οι περισσότεροι θεατές ήθελαν να ανταλλάξουν απόψεις για αυτό που είδαν στην αίθουσα «Κ. Χατζάκος» του Πνευματικού Κέντρου Κουφαλίων σε μια πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου Κουφαλίων Η ΕΝΩΣΗ.

Με ευγένεια, χαμόγελο και αγάπη για αυτό που δημιούργησε ο Παναγιώτης Κουντουράς συνομίλησε με αρκετούς θεατές. Άκουσε τις σκέψεις του, μοιράστηκε τις ανησυχίες του και κέρδισε τον σεβασμό.

Γράφει ο Χρήστος Νάσκας

Ο Παναγιώτης Κουντουράς είναι ο ένας εκ των δυο σκηνοθετών, ο άλλος είναι ο Αρίσταρχος Παπαδανιήλ, της ταινίας Μαουτζχάουζεν σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και κείμενο Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Ο ίδιος πήγε στον τόπο εξοντώσεως χιλιάδων Εβραίων στο Μαουτχάουζεν, στην Άνω Αυστρία και αναρωτήθηκε μπροστά σε όλους τους θεατές στην αίθουσα «Κ. Χατζάκος»: «Ποιανού ιδέα ήταν αυτό;».

Από αυτό το ερώτημα άρχισε η συνομιλία του «Εμείς για τον τόπο μας» με τον εξαιρετικό και ταλαντούχο σκηνοθέτη Παναγιώτη Καντουρά.

«Μπορεί να ακουστεί σκληρό αυτό που θα πω αλλά είναι αυτό που μοιράστηκα με τους θεατές. Ο άνθρωπος είναι ικανός για όλα, για τα πιο όμορφα και ταυτόχρονα για τα πιο άσχημα πράγματα» μας είπε αρχικά και συνέχισε λέγοντας:

«Ιστορικά, ξέρουμε ονόματα από τις σχετικές βιβλιογραφίες και τις καταγραφές. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εξερεύνηση της ανθρώπινης φύσης και υπάρχουν ανοιχτά σχήματα, δηλαδή αναπάντητα ερωτήματα τα οποία πρέπει να ζυμώσουμε εμείς μέσα μας και να δούμε γιατί είναι ικανός ο άνθρωπος. Τι οδήγησε τους ανθρώπους να πάρουν τέτοιες αποφάσεις και να στιγματίσουν θανάσιμα έναν ολόκληρο λαό».

Ποιο ήταν όμως αυτό που τον συγκλόνισε πηγαίνοντας στο Μαουτχάουζεν και δουλεύοντας πάνω στην ταινία;

Ο Παναγιώτης Κουντουράς μιλάει για κοντράστ συναισθημάτων αλλά και για εσωτερικό φόβο τονίζοντας:

«Το δύσκολο, αν μιλήσουμε για το βήμα του κινηματογραφιστή μέσα στον χώρο, στον διάλογο με τον χώρο, ήταν το να ξεπεράσουμε αυτό το στάδιο των ερωτημάτων, του εσωτερικού φόβου και της μάχης μας, λίγο με τα σκοτάδια μας, όταν αντιλαμβανόσουν τι σημαίνει πραγματικά ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Είχα ξαναβρεθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Άουσβιτς. Το Μαουτχάουζεν έχει όμως μια τελείως διαφορετική ενέργεια αν δεν γνωρίζεις τι ακριβώς έχει συμβεί εκεί.

Καθώς πλησιάζεις και βλέπεις αυτό το ειδυλλιακό τοπίο είναι τέτοιο το κοντράστ σε σχέση με το περιεχόμενο και όλη αυτή τη μουσειακή εγκατάσταση που υπάρχει εκεί μέσα.

Ήταν δύσκολο και για μένα προσωπικά και για τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη της ομάδας να ξεπεράσουμε αυτό το στάδιο των γιατί, του συνόλου των αναπάντητων ερωτημάτων και να πάμε στη δημιουργική διαδικασία. Να βουτήξουμε βαθιά και να ξεκινήσει ο διάλογος με τον χώρο, στον χρόνο που είχαμε και τις ελευθερίες που είχαμε.

Δεν είχαμε απεριόριστες ελευθερίες αλλά πολλά πράγματα συνέβησαν με έναν τρόπο μαγικό και καταφέραμε να «προκαλέσουμε» την τύχη μας».

Του ζητήσαμε στη συνέχεια να μας πει ποια είναι η δική του αγαπημένη σκηνή από την ταινία Μαουτχάουζεν.

«Αγαπημένη σκηνή σαν δημιουργό κινηματογραφικά είναι το Άσμα Ασμάτων. Η απόδοση μέσα από τον σύγχρονο χορό σωματικά αυτής της σχέσης, της ερωτικής σχέσης, όπως περιγράφεται φυσικά και στον ποιητικό λόγο και αποδόθηκε μέσα από τη χορογραφία. Μέσα στη θεατρική συνθήκη και όχι μέσα στο στρατόπεδο. Αγαπημένη μου σκηνή κινηματογραφικά και πιο απαιτητική ίσως για το πως θα δοθεί αυτή η ένταση και να αφεθούμε παράλληλα και στον στίχο ήταν αυτή.

Τώρα, κινηματογραφικά με συγκλονίζει μέσα στο κείμενο η στιγμή με τους αλεξιπτωτιστές, που έχει να κάνει φυσικά με τη σκάλα του θανάτου και την εγκατάσταση του λατομείου.

Και φυσικά οι φούρνοι. Γιατί σας είπα την εμπειρία μου. Όταν συνειδητοποίησα το μέγεθος εκεί ήταν το δικό μου πρώτο σοκ σε σχέση με τον χώρο του Μαουτχάουζεν.

Από εκεί και πέρα ήταν πολύ ιδιαίτερη η εγκατάσταση της μουσικής συνθήκης μέσα στον θάλαμο των αερίων, το να βάλουμε τον Άρη Ζέρβα μέσα στον θάλαμο των λουτρών και των αερίων να ερμηνεύσει δυο από τα κομμάτια.

Τελικά κρατήσαμε το ένα σαν εικονοπλασία, το είδατε μέσα στην ταινία. Ήταν πολύ φορτισμένη η στιγμή και δεν υπήρχε ο ποιοτικός χρόνος για να το δουλέψουμε. Έγινε με έναν διαλογικό τρόπο με τον χώρο σε πολύ σφιχτά χρονικά πλαίσια».

Μαθαίνουμε τελικά από όλα αυτά που έχει ζήσει ο άνθρωπος στο παρελθόν;

«Δεν μπορώ να μιλήσω συνολικά» λέει στο «Εμείς για τον τόπο μας» ο σκηνοθέτης Παναγιώτης Κουντουράς και συνεχίζει: «Πιστεύω ότι μαθαίνουμε, προβληματιζόμαστε, θεωρώ ότι τα δεινά και η ιστορική μνήμη μας βοηθούν κάποια πράγματα να γίνουν κτήμα μας.

Εμάς, όλη αυτή η ιστορική μνήμη πυροδότησε την ανάγκη μας να φωνάξουμε ποτέ πιά. Δεν είμαστε πολιτικοί,  αλλά ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε και αυτά τα οποία είναι προγεγραμμένα για να συμβούν στον κόσμο. Μπορούμε όμως να περάσουμε μηνύματα και χαιρόμαστε κάθε φορά που η ταινία ταξιδεύει σε ένα φεστιβάλ ή κάποιος ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει την προβολή της ταινίας.

Ειδικά στα σχολεία».

Ποια είναι όμως μέχρι τώρα η ανταπόκριση του κόσμου για την ταινία; Όπως λέει ο ίδιος: «Αρχικά είμαστε σε μια όμορφη συγκυρία για την ταινία. Πήρε διανομή στις ελληνικές αίθουσες εδώ και έναν μήνα και προβάλλεται σταθερά στην Αθήνα, στον Δαναό.

Οπότε έχει αρχίσει να διαμορφώνεται μια σχέση με το Αθηναϊκό κοινό, ενώ θα αρχίσουν οι προβολές και στην υπόλοιπη Ελλάδα, είτε στα πλαίσια της διανομής, είτε στα πλαίσια κινηματογραφικών λεσχών. Και κάνουμε μεγάλη προσπάθεια να μπει η ταινία στα σχολεία και να τη δουν όσοι περισσότεροι μαθητές γίνεται.

Η ταινία έχει ταξιδέψει σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, έχει πάρει διακρίσεις και αυτή  πάρει διανομή στις ΗΠΑ σε πλατφόρμες streaming.

Ακούμε θετικά σχόλια και το κοινό βυθίζεται σε αυτό που λέμε εμείς ονειροφαντασία. Κάθε προβολή έχει πολύ διαφορετική ενέργεια την οποία διαμορφώνουν οι θεατές».

Για το τέλος της συζήτησής μας αφήσαμε μια… δύσκολη ερώτηση. Για το πως αισθάνεται που από το κοινό που παρακολούθησε την ταινία στο Πνευματικό Κέντρο απουσίαζαν νέοι άνθρωποι. Χωρίς δισταγμό μας απάντησε: «Με ενοχλεί και ταυτόχρονα το καταλαβαίνω, δεν σας λέω ότι το αποδέχομαι.

Θέλω να πιστεύω ότι κάτι θα αλλάξει. Με ενοχλεί και με απασχολεί. Εγώ περίμενα νέους ανθρώπους και ξέρω ότι επικοινωνήθηκε  πάρα πολύ η προβολή της ταινίας. Αντιλαμβάνομαι πως είναι μια δύσκολη ταινία, αλλά πάντα λέω ότι όποιος θέλει πραγματικά να έρθει σε επαφή με αυτόν τον κόσμο, με αυτή την πικρή βόλτα όπως την περιγράφει χαρακτηριστικά και ο Καμπανέλλης, είναι εδώ. Θέλω να πω αυτοί που ενδιαφέρθηκαν ουσιαστικά ήταν εδώ.

Με απασχολεί, αλλά γυρίζουμε σε αυτό που λέμε για την εκπαίδευση, ότι χρειάζεται περισσότερα καλλιτεχνικά ερεθίσματα επί της ουσίας γύρω από τη θεατρική εκπαίδευση, τη κινηματογραφική γλώσσα, τα εικαστικά και όλα τα εργαλεία που μπορούν να ξεκλειδώσουν οι τέχνες εκπαιδευτικά.

Για να γίνει μάθηση και όχι να ακολουθήσουμε το μοντέλο του παπαγαλισμού».