Μια νέα σειρά θεμάτων-συνεντεύξεων εγκαινιάζει το «Εμείς για τον τόπο μας» με στόχο τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και την ακόμη καλύτερη κατανόηση του παρελθόντος.

Ο κύριος Παύλος Αλμπανούδης, διδάκτωρ φιλολογίας και συγγραφέας του βιβλίου  «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΤΩΝ (ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΒΑΚΛΙ) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ, εκδόσεις Κυριακίδη (2014)» μας έκανε την τιμή να μας μιλήσει για τα γλωσσικά ιδιώματα των κατοίκων της Ανατολικής Ρωμυλίας.

Περιέγραψε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, μίλησε για την προέλευση και τις επιρροές των γλωσσικών ιδιωμάτων, τη σημασία που έχουν οι πολιτιστικοί σύλλογοι για τη διατήρηση εθίμων και παραδόσεων ενώ με ιδιαίτερη συγκίνηση θυμήθηκε την επίσκεψη στον τόπο καταγωγής των προγόνων του, το Μεγάλο Μοναστήρι.

 

Γράφει ο Χρήστος Νάσκας

 

Μην…τρομάξετε από την έκταση των λέξεων του παρόντος θέματος. Αξίζει τον κόπο η ανάγνωση…

Το ιστορικό πλαίσιο που ξεδίπλωσε μέσω του «Εμείς για τον τόπο μας» ο κύριος Αλμπανούδης έχει ως εξής:

«Με βάση τα ιστορικά στοιχεία οι απαρχές βρίσκονται περίπου στον 13ο-14ο αιώνα, εκεί που αρχίζει ο έντονος μοναστικός βίος των ύστερων βυζαντινών χρόνων.

Όμως είναι βέβαιο ότι από έμμεσες πηγές, αλλά και επιγραφές, αναφέρονται πόλεις, χωριά και οικισμοί από τον 7ο αιώνα ή και πολύ νωρίτερα. Με ασφάλεια μπορούμε να πούμε ότι η περιοχή της βόρειας Θράκης είχε αδιάλειπτη ελληνική παρουσία.

Όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο των Βουλγάρων που ήδη τον αιώνα αυτόν έχουν διαβεί τον Δούναβη και προχώρησαν προς τον νότο.

Είχαμε συγκρούσεις ώσπου ορίστηκε ως όριο το τμήμα αυτό της κεντρικής βόρειας Θράκης με τα βουνά του Μοναστηριού, όπου βρίσκονται τα χωριά Μεγάλο και το Μικρό Μοναστήρι.

Αργότερα, είκοσι περίπου χιλιόμετρα βορειότερα, σε απόσταση δηλαδή σχετικής ασφάλειας, είχαν χαράξει και την περίφημη τάφρο που όριζε συγκεκριμένα και αποδεκτά το επίσημο όριο, κάτι που έγινε τον 9ο αιώνα.

Είναι βέβαιο πως η περιοχή αυτή έτυχε της ιδιαίτερης φροντίδας των βυζαντινών αυτοκρατόρων όλων αυτών των αιώνων, γιατί έπρεπε να κατοικείται και να καλλιεργείται και γενικά να είναι μια περιοχή ενεργή και με συνεχώς ανανεούμενο μάχιμο πληθυσμό.

Είναι βέβαιο, όπως αναφέρθηκε, πως οι ρίζες των πληθυσμών αυτών βρίσκονται πολύ πριν τον 10ο αιώνα μ.χ.. Είπαμε για τον μοναστικό βίο, που είχε ως αποτέλεσμα η περιοχή να ονομαστεί Μικρό Άγιο Όρος λόγω της συγκέντρωσης πολλών μοναχών.

Αποκορύφωμα ήταν ο 14ος αιώνας μ.χ., οπότε ο μοναστικός βίος ανθεί ιδιαίτερα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Έχουμε πληροφορίες για αυτούς τους πληθυσμούς, από τις παραδόσεις, από τραγούδια και διάφορα άλλα. Αυτή ήταν η τελευταία φάση μέχρι την κατάκτηση από τους Οθωμανούς.

Τα μοναστήρια είχαν συγκεντρώσει πολύ μεγάλες εκτάσεις γης που δόθηκαν στη συνέχεια, είτε ως παραχώρηση σε Τούρκους αξιωματούχους, είτε σε ανθρώπους που τα καλλιεργούσαν.

Πριν και μετά την κατάκτηση από τους Τούρκους υπήρξε το φαινόμενο των κατά περιόδους μετοικήσεων, δηλαδή, οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, κυρίως, είχαν συνεχώς στοιχεία για τον πληθυσμό των χωριών αυτών και σε συνεργασία με τις εκκλησιαστικές αρχές περιοχών στην Ελλάδα, φρόντισαν να μεταλαμπαδεύονται οι πληθυσμοί που ζούσαν σε διάφορες περιοχές, χωρίς καμία ελπίδα απόκτησης κλήρου.

Αυτοί οι πληθυσμοί αναγκάζονταν και μετοικούσαν σε άλλες περιοχές.

Αυτή λοιπόν η δράση οδηγούσε π.χ. τον μητροπολίτη Αδριανούπολης να βλέπει τις περιοχές όπου υπήρχε πρόβλημα και μέσα από την επικοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενισχύονταν δημογραφικά οι περιοχές και παρέμειναν για αιώνες εκεί και μετά την κατάκτηση από τους Τούρκους.

Μέχρι που φτάνουμε στα χρόνια των προστριβών με τους Βούλγαρους, που μαζί με τους Έλληνες ήταν υπόδουλοι λαοί και κάτω από τη σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Περίπου το 1850 αρχίζει η βουλγαρική εθνική αφύπνιση, ενώ μέχρι τότε οι πλούσιοι Βούλγαροι θεωρούσαν για τα παιδιά τους και τους ίδιους ως πρώτη αξία να σπουδάζουν ελληνικά και γενικά να μετέχουν της ελληνικής παιδείας γιατί μέσω και των ελληνικών είχαν πρόσβαση και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Για παράδειγμα, η αλληλογραφία δυο Βουλγάρων πρωτεργατών του βουλγαρικού διαφωτισμού, του Βασίλ Απρίλοφ και του Νεόφιτ Ρίλσκι, που έλεγαν για την ανάγκη να αφυπνισθεί η εθνική συνείδηση των Βουλγάρων, και αυτή η αλληλογραφία, που εκτίθεται στο Μοναστήρι της Ρίλας, ήταν σε τέτοια ελληνικά γραμμένη, που θα τη ζήλευε και ο πιο μορφωμένος Έλληνας. Καταλαβαίνετε λοιπόν σε τι επίπεδο γλωσσομάθειας είχαμε φτάσει, και τη σημασία της ελληνικής γλώσσας φυσικά.

Φτάσαμε λοιπόν στην υλοποίηση αυτού του στόχου, που ήταν η καίρια πράξη της δημιουργίας της Βουλγαρικής Εξαρχίας και της συνακόλουθης απόσχισής της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1870-1871. Ήταν η πράξη που δημιούργησε ρήγμα ανάμεσα στους δύο ομόδοξους λαούς και άλλαξε ριζικά το πνεύμα που επικρατούσε μεταξύ τους.

Ακολουθούν σε λίγα χρόνια η απελευθέρωση της Βουλγαρίας, κυρίως με τη συμβολή των Ρώσων, που κατέλαβαν το ισχυρότερο στρατιωτικό κέντρο των Τούρκων στη Βαλκανική, την πολλαπλά οχυρωμένη Φιλιππούπολη, και με βάση τις εξελίξεις του Ρωσοτουρκικού πολέμου, ακολουθεί η συνθήκη που δημιουργεί τη μεγάλη Βουλγαρία με τη βοήθεια της Ρωσίας του Αγίου Στεφάνου το 1878 και μετά από λίγους μήνες η ακύρωσή της με το Συνέδριο του Βερολίνου, για να ανασχεθεί αυτό ακριβώς, η δημιουργία δηλαδή της μεγάλης Βουλγαρίας και παράλληλα να αποτραπεί μελλοντικά η έξοδος της Ρωσίας στο Αιγαίο, και αυτό έγινε κυρίως με τη δημιουργία της Ανατολικής Ρωμυλίας.

Τρεις γλώσσες αναγνωρίζονταν στην ηγεμονία αυτή που ήταν φόρου υποτελής στον σουλτάνο, με πρώτη την ελληνική, δεύτερη η βουλγαρική και τρίτη η τουρκική. Αναγνωρίζονταν δηλαδή οι κοινότητες με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη, ενώ είχαν εκδοθεί και γραμματόσημα, όπως επίσης και σημαία. Το 1885 γίνεται η βίαιη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στο νεοσύστατο βουλγαρικό βασίλειο, με την ανοχή φυσικά των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.

Η Ελλάδα δεν αντέδρασε ως μη όμορη, μόνο η Σερβία, που έχασε στη συνέχεια τον πόλεμο με τους Βούλγαρους.

Όλα τα χρόνια εκείνα η Ελληνική  παιδεία ήταν πάρα πολύ έντονη, με πολλά σχολεία σε πόλεις και κωμοπόλεις. Δεν υπήρχε χωριό στην Ανατολική Ρωμυλία που να μην είχε ελληνικό σχολείο και δάσκαλο και επιπλέον παντού υπήρχαν και σχολεία θηλέων.

Μετά τις παραπάνω εξελίξεις αρχίζει μια περίοδος εκβουλγαρισμού, κυρίως των εκκλησιών και της εκπαίδευσης σταδιακά. Το 1905 βγαίνει νόμος που υποχρεώνει τη διδασκαλία της Βουλγαρικής γλώσσας σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης.

Υποχρεώνει τη λειτουργία των εκκλησιών να γίνεται στη βουλγαρική γλώσσα και σιγά σιγά όλες οι εκκλησίες που ήταν ελληνικές, αρχίζουν και υπάγονται στη Βουλγαρική Εξαρχία. Αυτή η διαδικασία κράτησε περίπου 20 χρόνια ενώ υπήρξαν και συνεχείς εντάσεις.

Το 1906 έχουμε τους πρώτους διωγμούς, ενώ οι Βούλγαροι έχουν χάσει στον Μακεδονικό Αγώνα, και την ίδια χρονιά έχουμε και την πυρπόληση της Αγχιάλου από τους Βούλγαρους.

Οι πρώτοι κάτοικοι από την Αγχίαλο, πήγαν στη Νέα Αγχίαλο στον Βόλο. Το δεύτερο κύμα το 1914 ήταν αποτέλεσμα του Β΄ Βαλκανικού πολέμου, που τον έχασαν και ξέσπασαν στους ελληνικούς πληθυσμούς.

Και το άλλο κύμα ήταν μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, που πάλι έχασε η Βουλγαρία.

Ελλάδα και Βουλγαρία υποχρεώθηκαν, με βάση άρθρο της συνθήκης του Νεϊγί σε αμοιβαία εθελουσία ανταλλαγή πληθυσμών, να πληρώσουν τις περιουσίες και να δοθούν στους ανθρώπους που έφευγαν αντίστοιχα ποσά μέσω τραπέζης και ανάλογα με τα χωράφια, τα κοπάδια ή τα καράβια που είχε ο καθένας, έπαιρναν αποζημίωση και έψαχναν για νέους τόπους εγκατάστασης.

Με τις ομολογίες, όπως τις έλεγαν. Αυτή είναι και μια μεγάλη διαφορά με τους άλλους πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα.

Τι έχασε ο Ελληνισμός και η Ελλάδα με τη φυγή τόσων ανθρώπων από την Ανατολική Ρωμυλία, από τις πατρογονικές τους εστίες, ρωτήσαμε τον κύριο Παύλο Αλμπανούδη.

«Είναι ανυπολόγιστο αυτό που χάσαμε» μας λέει και επαναλαμβάνει τη λέξη:«Ανυπολόγιστο. Γιατί μιλάμε για έναν γεωγραφικό χώρο που από τα αρχαία χρόνια είχε σταθερή ελληνική παρουσία, είχε Έλληνες. Και στη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ενώ και επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η περιοχή της Θράκης, και ειδικά της βόρειας Θράκης, που είναι ένας ακριτικός χώρος, είναι η περιοχή όπου δεν βρέθηκαν ρωμαϊκές επιγραφές. Μόνο ελληνικές.

Η περιοχή ήταν ουσιαστικά μια περιοχή ελληνική. Τον 19ο και τον 20ό αιώνα οι πληθυσμοί της περιοχής εξελίσσονται σε πολύ ενεργά οικονομικά στοιχεία, είτε είναι γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία και κυρίως το εμπόριο. Στη Φιλιππούπολη, στον Στενίμαχο, στη Βάρνα, στη Μεσημβρία, στην Αγχίαλο, στο Καβακλί είχε παντού ελληνικές επιγραφές.

Ο Στενήμαχος και η περιοχή του Καβακλί ήταν σχεδόν 100% ελληνικές, ενώ παντού ήταν παρούσα η ελληνική εκπαίδευση, ενώ ήταν εντυπωσιακά τα σχολεία της περιοχής στη Φιλιππούπολη με τα Ζαρίφεια Διδασκαλεία, στον Στενίμαχο, στις παραθαλάσσιες πόλεις, παντού.

Λαμπρά οικοδομήματα που έδειχναν τη στήριξη των ανθρώπων για τη δημιουργία τέτοιων εκπαιδευτηρίων στη Φιλιππούπολη, στην πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμυλίας.

Δεν μπορεί κανένας να υπολογίσει τι χάθηκε. Έχασε το ελληνικό έθνος όλον τον Βορρά, να το πω έτσι. Αν αυτό λέει κάτι… Και τα ίδια περίπου χρόνια όλη την Ανατολή».

Η συζήτηση με τον διδάκτορα φιλολογίας κύριο Παύλο Αλμπανούδη συνεχίστηκε με το ιδίωμα που μιλούσαν οι άνθρωποι εκεί, σε κάθε περιοχή. Πόσο σημαντικό θεωρεί να διατηρηθεί αυτό το ιδιαίτερο  λεξιλόγιο; Να το μιλάνε ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι.

«Τα ιδιώματα αυτά προέκυψαν από την εξέλιξη της βόρειας μεσαιωνικής ελληνικής» μας λέει και ταυτόχρονα μας γυρίζει…αιώνες πίσω στον χρόνο: «Της δημώδους μεσαιωνικής ελληνικής, γιατί υπήρχε παράλληλα η εκκλησιαστική και λόγια γλώσσα, που ήταν πολύ κοντά στην κλασική αρχαία και την ελληνιστική κοινή.

Αυτά τα ιδιώματα εξελίχτηκαν, όπως σε όλον τον βορειοελλαδικό, με την ευρύτατη γεωγραφική έννοια, χώρο, και στη βόρεια Θράκη.

Επειδή υπήρχαν γεωγραφικές περιοχές που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους, και όχι μόνο για γεωφυσικούς λόγους, πολύ φυσικό για εκείνες τις εποχές (τονίζω ότι αναφερόμαστε σε ευρύτατους γεωγραφικούς χώρους), αλλά και διαφορετικές ασχολίες των κατοίκων, με βάση τη γεωγραφική αναφορά, αυτά ήταν θεμελιώδεις συνθήκες διαφοροποίησης της γλώσσας, του διαλεκτικού λόγου για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι.

Οι πληθυσμοί π.χ. που ήταν παραθαλάσσιοι είχαν διαφορετική εξέλιξη της γλώσσας, ως ναυτικοί πληθυσμοί που ήταν κυρίως και ήταν, πολύ εύκολα και πολύ συχνά, σε επαφή με την κυρίως Ελλάδα. Το ίδιο και η περιοχή της Φιλιππούπολης με τον κοντινό Στενίμαχο, με τα πολλά εκπαιδευτήρια, τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τους συλλόγους κλπ. είχαν καθοριστική επίδραση από τη νεοελληνική.

Ενώ το κεντρικό τμήμα της Ανατολικής Ρωμυλίας, που είναι η περιοχή του Καβακλί, είναι το λιγότερο επηρεασμένο.

Γι’ αυτό στο τμήμα αυτό είναι περισσότερες ίσως οι λέξεις με αρχαία ή μεσαιωνική προέλευση και που αποκλίνουν ιδιαίτερα από την κοινή νεοελληνική.

Είναι δηλαδή τα ιδιώματα της περιοχής αυτής τα λιγότερο κατανοητά από τον μέσο ομιλητή της νεοελληνικής και αυτά που έδειξαν και δείχνουν ιδιαίτερη αντοχή στον χρόνο και στις σύγχρονες (άπειρες) επιδράσεις».

Επιρροές έχουν αυτά τα ιδιώματα από άλλες γλώσσες ήταν η επόμενη ερώτησή μας προς τον κύριο Παύλο Αλμπανούδη.

«Στον ιστορικό χρόνο, φυσικά υπήρξε η επίδραση της τουρκικής, που ήταν η κύρια γλώσσα της ευρύτερης περιοχής» μας απαντά ο κύριος Αλμπανούδης και συνεχίζει: «Και εννοώ ότι στους αιώνες της διαμόρφωσης των γλωσσικών αυτών ιδιωμάτων ήταν η κυρίαρχη γλώσσα της Βαλκανικής, η γλώσσα της εξουσίας δηλαδή και των οικονομικών συναλλαγών.

Όπως ακριβώς σήμερα με την αγγλική. Όπως συνέβαινε και συμβαίνει με όλες τις γλώσσες του κόσμου. Το κεφάλαιο των γλωσσικών επαφών είναι θεμελιώδες ζήτημα στην παγκόσμια γλωσσολογία.

Το παράξενο είναι, κάτι που διαπίστωσα μελετώντας, σε σχέση με τη συνοίκηση με τους Βουλγάρους, οι βουλγαρικές λέξεις είναι πολύ λιγότερες από ότι οι τουρκικές. Υπάρχουν όμως πολλές. Το αντίθετο θα ακύρωνε τα όσα είπαμε παραπάνω για τις γλωσσικές επαφές.

Στην εκδομένη εργασία μου (2014) υπάρχουν από την άλλη και οι λέξεις που δανείστηκε η βουλγαρική από τις νεοελληνικές διαλέκτους της περιοχής στη διάρκεια των αιώνων.

Τα τελευταία χρόνια μελετώ τις διαφορές στις τρεις περιοχές και φαίνεται ότι ανάγονται σε μια κοινή βάση, αυτή που θα μπορούσαμε να πούμε κοινή μεσαιωνική γλώσσα της περιοχής».

Τι εντύπωση δημιουργεί στον κύριο Παύλο Αλμπανούδη το γεγονός ότι αυτά τα ιδιώματα υπάρχουν και διατηρούνται μέσα από τους πολιτιστικούς συλλόγους  και τους ανθρώπους;

Ας διαβάσουμε και αυτή την απάντησή του: «Είναι πολύ σημαντικό ακόμη και για τα νεότερα παιδιά. Εμείς βρεθήκαμε το 1925 στα όρια Ρούμελης και Θεσσαλίας, το χωριό μου Νέο Μοναστήρι είναι στα όρια των νομών Φθιώτιδας (όπου και ανήκει), Λάρισας και Καρδίτσας, Καραγκούνηδες από τη μια μεριά και Ρουμελιώτες από την άλλη.

Υπήρχαν όμως φροντίδα για τη γλώσσα μας και  παρεμβάσεις από τους μεγαλύτερους για τη σωστή εκφορά του λόγου. Το προσφυγικό ρεύμα από τη βόρεια Θράκη ήρθε με συνθήκες ομαλές από τα μέρη εκείνα.

Οι άνθρωποι αγαπούσαν τον τόπο τους και ακόμη μιλάνε γι’ αυτόν. Αφήστε τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας που έκλαιγαν όταν μιλούσαν για τα μέρη αυτά. Όλοι ήξεραν ότι θα φύγουν γιατί γνώριζαν πως εκεί δεν είχε προκοπή.

Ήρθαν κυρίως με τρένα ή με καράβια οι παραθαλάσσιοι πληθυσμοί και αυτό σημαίνει ότι μιλάμε για μεταφερμένους πολιτισμούς.

Άλλαξαν μεν γεωγραφικό στίγμα, από τον Αίμο μέχρι και την Πελοπόννησο και έτσι εκτός από τη γλώσσα κράτησαν και κάθε πολιτιστικό αγαθό αναλλοίωτο».

Με καταγωγή από το Μεγάλο Μοναστήρι ο κύριος Αλμπανούδης έχει σε μια άκρη της καρδιάς του και των αναμνήσεων του και την επίσκεψη στις πατρογονικές εστίες.

Όπως είπε στο «Εμείς για τον τόπο μας» για την πρώτη επίσκεψή του στην περιοχή τα συναισθήματα είναι μοναδικά:« Ήταν πολύ έντονες στιγμές (μιλάμε για περίπου το 2005). Πήγαμε στο σπίτι ενός δικού μας, Ρωμιού όπως έλεγε αυτός, στο Ακ Μπουνάρ, στο βορειότερο χωριό της επαρχίας του Καβακλί. Αυτοί είναι στη ζώνη του Μεγάλου Μοναστηρίου γλωσσικά.

Έμειναν πολλές οικογένειες εκεί γιατί τους υποσχέθηκαν πως θα τους δώσουν πολλά χωράφια και εκεί βρήκαμε πολλούς ανθρώπους δικούς μας. Περίπου 70 οικογένειες μόνο είχαν φύγει μαζί με τα γύρω χωριά το 1924 από το Ακ Μπουνάρ και πήγαν στο Αιγίνιο.

Οι άνθρωποι μας φιλοξένησαν για λίγες ώρες και μας έδωσαν λίγο τσίπουρο να πιούμε. Μιλούσαμε κανονικά στο ιδίωμά μας. Ήταν φοβερό που είδαμε ανθρώπους που μιλούσαν ακόμα τη γλώσσα μας. Μετά από δεκαπέντε χιλιόμετρα είδα την πινακίδα Μεγάλο Μοναστήρι (Golyam Manastir).

Εδώ καλύτερα να μην μπλέξω με μάταιες προσπάθειες περιγραφής. Μετά από 2-3 χρόνια, πήγα τρεις μέρες στην Αγχίαλο, και γνώρισα και εκεί πάρα πολλούς ανθρώπους ελληνόφωνους, υπάρχουν ακόμα και σήμερα, και στη συνέχεια δύο μέρες πάλι στο Ακ Μπουνάρ, που σήμερα λέγεται Γκενεράλ Ίνζοβο (General Inzovo)».

Ένιωσα τρομερή συγκίνηση, ειδικά από την ομιλία. Άκουσα μεγάλους ανθρώπους να μιλάνε το γλωσσικό ιδίωμα που ήταν ουσιαστικά η μητρική μου γλώσσα.

Ο κύριος Παύλος Αλμπανούδης έχει αφήσει μια σπουδαία παρακαταθήκη για το μέλλον γράφοντας το βιβλίο «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΤΩΝ (ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΒΑΚΛΙ) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ, εκδόσεις Κυριακίδη (2014)». Τον ρωτήσαμε να μας πει τι τον οδήγησε στη συγγραφή του βιβλίου, αν η επίσκεψη στις πατρογονικές εστίες ήταν το έναυσμα για να γράψει το βιβλίο.

Ο κύριος Αλμπανούδης επιστρέφει στο παρελθόν εξηγώντας μας πως έφτασε στη συγγραφή του βιβλίου λέγοντας: «Ήταν η επισφράγιση των προσπαθειών μου γιατί η δική μου δουλειά άρχισε το 1974-76 στα πρώτα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής.

Γιατί τότε γνώρισα την επιστήμη της λαογραφίας και είπα: Και τα δικά μας είναι πολύ ενδιαφέροντα. Είχα πάντα τέτοιες ανησυχίες, με τις λέξεις, τις παροιμίες, πάντα είχα αυτή την τρέλα. Όταν πήρα πτυχίο, μετά την απόλυση από τον στρατό, είχα την τύχη να με επιλέξει ο καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς στο Μεσαιωνικό Λεξικό του.

Δούλεψα στο Λεξικό του Κριαρά και ήρθα σε επαφή με πάρα πολλά γλωσσικά ιδιώματα γιατί ήταν μέσα στη δουλειά της σύνταξης του Λεξικού. Πέρα από την ιστορικότητα μιας μεσαιωνικής (δηλ. βυζαντινής) λέξης βλέπαμε και πού απαντά σήμερα, σε ποιες περιοχές της Ελλάδας.

Από εκεί και πέρα άρχισε η συστηματική δουλειά του αρχείου μου από το 1981-82 και πάνω σε αυτό το αρχείο δούλευα όλα τα χρόνια στη συνέχεια.

Το βιβλίο αυτό είναι η διδακτορική μου διατριβή αλλά επεξεργασμένη και συμπληρωμένη με νέα κεφάλαια. Είναι η εκλαΐκευση της διδακτορικής μου διατριβής».